ζαμενές

ζαμενές
ζαμενής
very strong
masc/fem voc sg
ζαμενής
very strong
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζαμενής — ο (Α ζαμενής, ές, ποιητ. επίθ.) 1. πολύ ανδρείος, πολύ δυνατός, ορμητικότατος 2. βίαιος, δυσμενής («ζαμενής λόγος», Σοφ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ζαμενές με ανδρεία, δυνατά νεοελλ. ζωολ. ζαμενής ως ουσ. το φίδι δεντρογαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”